ἐπιφοιτήσεως

ἐπιφοιτήσεως
ἐπιφοιτήσεω̆ς , ἐπιφοίτησις
a coming upon
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιφοίτηση — η (AM ἐπιφοίτησις) [επιφοιτώ] κάθοδος από ψηλά, από τον ουρανό, θεία έμπνευση, φώτιση (α. «επίφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος» β. «ἐπιφοιτήσει τοῡ Θεοῡ», Ιώσ.) αρχ. μσν. μετάβαση σ’ έναν τόπο («ἐπί διασκοπῇ τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπιφοιτήσεως», Θεοφύλ. Σ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”